υποδύω

υποδύω
ὑποδύω ΝΜΑ, και δ. τ. ὑποδύνω Α [δύω / δύνω]
μέσ. υποδύομαι
(στο θέατρο) υποκρίνομαι ορισμένο χαρακτήρα, παριστάνω ένα άλλο πρόσωπο
μσν.-αρχ.
1. (αμτβ.) εισέρχομαι κάτω από κάτι με ήρεμο τρόπο
2. προσποιούμαι («εἴ τις διαπεπλάσθαι τὸν ἄνθρωπον, εἴθ' ὑποδεδυκέναι λέγοι θεόν, κατάκριτος», Γρηγ. Ναζ.)
3. φρ. «ὀφθαλμοὶ ὑποδεδυκότες» — βαθουλωμένα μάτια
αρχ.
1. φορώ από κάτω («κέλευε δὲ σφεας κιθῶνάς τε ὑποδύνειν τοῑσι εἵμασι», Ηρόδ.)
2. εισδύω κάπου με κρυφό και έντεχνο τρόπο («ὑπέδυνε τῶν Ἰώνων τὴν ἡγεμονίην», Ηρόδ.)
3. μέσ. α) φορώ τα υποδήματά μου
β) έρπω από κάτω («ὁ ὑποδυόμενός τις οὑτοσὶ ὑπὸ τῶν κεραμίδων ἡλιαστὴς ὀροφίας», Αριστοφ.)
γ) (απλώς) έρπω («θαύματα μὲν οὖν καὶ τότε ὑπεδύετο περὶ αὐτά», Πλάτ.)
δ) βαστάζω, φέρω στους ώμους μου
ε) αναλαμβάνω να φέρω εις πέρας κάτι («πάντα δὲ κίνδυνον ἡδέως ὑποδύεσθαι», Ξεν.)
στ) δέχομαι να κάνω κάτι («ὑπέδυσαν ποινὴν τῑσαι», Ηρόδ.)
ζ) φεύγω κάτω από κάτι («ἧττον ἄν ὑποδύοι ὁ ἵππος», Ξεν.)
η) φεύγω ήρεμα ή κρυφά
θ) υποκύπτω, υποτάσσομαι σε κάτι («μηκέτι τὸ εἱμαρμένον ἢ παρὸν δυσχερᾱναι ἢ μέλλον ὑποδύεσθαι», Μ. Αυρ.)
ι) γλιστρώ, παραπατώ
ια) μτφ. i) (για αισθήματα) εισέρχομαι κρυφά και καταλαμβάνω την ψυχή κάποιου
ii) κερδίζω την εύνοια κάποιου με επιτήδειο τρόπο («ἀπ' ἐξουσίας ὑπατικῆς αἰσχρῶς καὶ ταπεινῶς ὑποδυόμενος τὸν δῆμον», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καθυποδύω — (Μ) (επιτατ. τού υποδύω) βλ. υποδύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο δύω «βάζω τα υποδήματα»] …   Dictionary of Greek

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • υποδυτήριον — τὸ, Α συν. στον πληθ. τὰ ὑποδυτήρια (σχετικά με πλοία) όρμοι, αραξοβόλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποδύω, ομαι + κατάλ. τήριον*] …   Dictionary of Greek

  • υποδύνω — Α (δ. τ.) βλ. ὑποδύω …   Dictionary of Greek

  • υποδύτης — ο / ὑποδύτης, ΝΑ, και ὑποδυτής Α [ὑποδύω, ομαι] νεοελλ. πουκάμισο, συνήθως βαμβακερό, τών στρατιωτικών αρχ. 1. είδος ενδύματος που φορούσαν κάτω από τον θώρακα, είδος πανοπλίας («ἐποίησαν τὸν ὑποδύτην ὑπὸ τὴν ὑπωμίδα», ΠΔ) 2. εσώρουχο …   Dictionary of Greek

  • υπόδυμα — ύματος, τὸ, Α [ὑποδύω] 1. ανατ. διάφραγμα, υπόζωμα 2. ένδυμα, υποδύτης …   Dictionary of Greek

  • υπόδυσις — ύσεως, ἡ, Α [ὑποδύω, ομαι] 1. παρείσφρηση 2. καταφύγιο 3. (για σφυγμό) η ιδιότητα τού ανεπαίσθητου 4. βύθιση μέσα στο νερό, κατάδυση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”